- τηλαύγημα
- τὸ, Α1. στιλπνό σημείο στο δέρμα, σύμπτωμα τής λέπρας («ἐὰν δὲ κατὰ χώραν μείνῃ τὸ τηλαύγημα καὶ μὴ διαχέηται, οὐλὴ τοῡ ἕλκους ἐστί», ΠΔ)2. (κατά το λεξ. Σούδα) «τηλαύγημα, ἀρχὴ λέπρας ἐν τῇ τοῡ σώματος ἐπιφανείᾳ».[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλαυγής + κατάλ. -ημα (πρβλ. λέσχ-ημα: λέσχη). Το ρ. τηλαυγῶ είναι μτγν.].
Dictionary of Greek. 2013.